ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ - ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗ - ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

Μηχανισμοί διασφάλισης της σύγχρονης Αγοράς

Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα naftemporiki.gr Παρασκευή, 28/4/2017.

Οι συγκεκριμένες έννοιες έχουν συνάφεια και φαίνεται να ταιριάζουν αφού έχουν σαν κοινό στόχο την Ποιότητα Προϊόντων - Υπηρεσιών και την Προστασία του Καταναλωτή, όχι στα στενά εγχώρια πλαίσια αλλά ευρύτερα. Με αφορμή την ψήφιση από τη Βουλή νομοσχεδίου για την επανασύσταση ανεξάρτητου εθνικού φορέα. διαπίστευσης με την επωνυμία «Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης» (ΕΣΥΔ), κρίνεται σκόπιμο να επισημανθούν τα παρακάτω:
Πρόκειται για την Τυποποίηση (δημιουργία προτύπων και αρχών), τη Διαπίστευση (αναγνώριση της τεχνικής επάρκειας και αμεροληψίας των Φορέων που διενεργούν Πιστοποιήσεις ή Εργαστηριακές Μετρήσεις & Ελέγχους) και την Πιστοποίηση (επιβεβαίωση αξιοπιστίας συστημάτων και ποιότητας προϊόντων). Θεσμοθετημένοι “μηχανισμοί” που λειτουργούν και στη χώρα μας με απώτερο σκοπό την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Οι διαδικασίες που αφορούν την Τυποποίηση, τη Διαπίστευση και την Πιστοποίηση, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα, λαμβάνοντας υπόψη ότι:
- η απαίτηση για αξιόπιστες υπηρεσίες και για ποιοτικά - ασφαλή προϊόντα, γίνεται όλο και πιο επιτακτική,
- το θεσμικό πλαίσιο και η ευρωπαϊκή νομοθεσία προσφέρουν όλο και μεγαλύτερη δύναμη στους Καταναλωτές–Χρήστες των προϊόντων και υπηρεσιών
- ο «έλεγχος» που τείνει να επιβάλλει η ίδια η Αγορά  σε θέματα ποιότητας,  μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρός και, ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, μπορεί  να αποδειχθεί ολέθριος  για τους παρανομούντες.

Η απόκλιση από τις βασικές και διεθνώς καταξιωμένες αρχές που διέπουν τους κανόνες “Τυποποίησης", “Διαπίστευσης” και “Πιστοποίησης”, οδηγεί στην πράξη, σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού, σε εισαγωγή πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού και σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Μπορεί δε να απειλήσει τη βιωσιμότητα της εκάστοτε παραγωγικής επιχείρησης, λόγω των ενδεχόμενων αξιώσεων εναντίον της από τους αυξημένους κινδύνους που διατρέχει, λόγω μη συμμόρφωσης με αρχές που είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί.

Βασικός συντελεστής στη διαμόρφωση της ποιότητας είναι η λειτουργία των Φορέων Πιστοποίησης και των Εργαστηρίων Δοκιμών, Μετρήσεων & Διακριβώσεων. Στη χώρα μας έχει παγιωθεί η συνείδηση πως ο κρατικός μηχανισμός, με τα θεσμικά όργανα που διαθέτει και με τον τρόπο που αυτά λειτουργούν αδυνατεί  να ελέγξει αποτελεσματικά την αξιοπιστία των Φορέων Πιστοποίησης και των Εργαστηρίων.
Οι Ενώσεις των Καταναλωτών που είναι αποδέκτες των αποτελεσμάτων της ποιότητας αλλά και της «μη ποιότητας» δυστυχώς έχουν περιορισμένες δυνατότητες στο να ελέγξουν με αντικειμενικά κριτήρια τους μηχανισμούς της αγοράς και περιμένουν κάτι τέτοιο από τα όργανα της Πολιτείας. Είναι προφανής η ανάγκη για θεσμοθέτηση είτε ως Νόμος του Κράτους ή ως Νόμος της Αγοράς κατάλληλων δοκιμασμένων μέτρων από την ευρύτερη ευρωπαϊκή – διεθνή εμπειρία.

Σημαντικός ο ρόλος της Ασφάλισης Αστικής Ευθύνης

Η διεθνής  πρακτική  έχει αποδείξει πως όταν η Αγορά συνειδητοποιήσει ότι θίγονται τα συμφέροντά της τότε μπορεί να αντιδράσει και να «ελέγξει» η ίδια, προβάλλοντας αξιώσεις και προκαλώντας ανάλογες τιμωρίες. Είναι προφανές πως και μόνο η διαδικασία αναζήτησης ευθυνών μπορεί να είναι οδυνηρή για τους φερόμενους ως υπαίτιους. Τότε, ο βαθμός αρτιότητας και πληρότητας των απαραίτητων προτύπων Τυποποίησης και επάρκειας των κανόνων Διαπίστευσης, τα πιθανά λάθη Φορέων Πιστοποίησης και Εργαστηρίων ή οι τυχόν παραλείψεις στην τήρηση της νομοθεσίας, θα προσφέρουν έδαφος για αναζήτηση ευθυνών (με κατηγορίες βάσιμες ή μη) και για τεκμηρίωση της υπαιτιότητας ή συνυπαιτιότητας μεταξύ των εμπλεκομένων.

Με βάση τα παραπάνω, το μεγάλο ζητούμενο στη χώρα μας γύρω από τα θέματα υπηρεσιώνΤυποποίησης, Διαπίστευσης και Πιστοποίησης φαίνεται να είναι η διασφάλιση της εποπτείας τηςαγοράς. Τόσο η Πολιτεία (με παγιωμένη την αρχή για «λιγότερο κράτος») όσο και οι Καταναλωτές αδυνατούν για τον αντικειμενικό έλεγχο της αγοράς στα θέματα ποιότητος. Η διεθνής πρακτική έχει θεσπίσει ως παράγοντα διασφάλισης της αξιοπιστίας, την Ασφάλιση Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης των εμπλεκόμενων Φορέων. “Καταλύτης” στo θέμα της ποιότητας μπορεί να θεωρηθεί η «υποχρεωτική» ασφαλιστική κάλυψη της Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης. Δηλαδή, η “εγγύηση” μέσω της Ασφάλισης ότι κάποιος άλλος -εν προκειμένω η Ασφαλιστική Εταιρεία- θα πληρώσει για τιςζημιογόνες συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν από λάθη  ή παραλείψεις, στα πλαίσια παροχήςυπηρεσιών από τους διάφορους φορείς Τυποποίησης – Διαπίστευσης – Πιστοποίησης & Εργαστηρίων. Φυσικά, όταν λέμε «υποχρεωτική» ασφάλιση νοούμε αυτή που όχι μόνο επιβάλλεται από τους νόμουςτου Κράτους αλλά και θεσμικά από τους νόμους της Αγοράς. Αυτή που εκφράζεται με αξιόπιστες και άρτιες ασφαλιστικές καλύψεις και όχι από “ψευδεπίγραφα” ασφαλιστήρια που δεν εγγυώνται ποιότητακαι ασφάλεια. 

Για μια ακόμη φορά δεν έχουμε να εφεύρουμε κάτι καινούργιο. Αρκεί να εφαρμόσουμε αξιόπιστα πρότυπα διαχρονικά δοκιμασμένα στις αναπτυγμένες χώρες. Στην προκειμένη περίπτωση, η ζητούμενη λύση εντοπίζεται στο θεσμό της Ιδιωτικής Ασφάλισης με τη μορφή δυο ανεξάρτητων ασφαλιστικών καλύψεων Αστικής Ευθύνης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την Ασφάλιση Επαγγελματικής  Ευθύνης των Φορέων που παρέχουν υπηρεσίες και για τηνΑσφάλιση Αστικής Ευθύνης Προϊόντος των Επιχειρήσεων που κατασκευάζουν / παράγουν, εισάγουν και διανέμουν / πωλούν προϊόντα προς τους Καταναλωτές. Οι ασφαλίσεις αυτές και ιδιαίτερα αυτή της Επαγγελματικής Ευθύνης, αποτελούν σήμερα παγιωμένη πρακτική στην ευρωπαϊκή αγορά στο θεσμό ποιότητας και σύγχρονο στοιχείο της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.