ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ & ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Να αντιγράψουμε τους Κύπριους!

Παρά τις όποιες προόδους στον τομέα της πρόληψης, ο κίνδυνος των εργατικών ατυχημάτων δεν μπορεί να μηδενισθεί. Η αμέλεια, το λάθος και η παράλειψη είναι ανθρώπινες αδυναμίες που πάντα υπάρχουν και μπορούν να καταστούν γενεσιουργές αιτίες για την πρόκληση εργατικών ατυχημάτων, με ενίοτε βαριές οικονομικές συνέπειες για:

-  τον εκάστοτε Εργοδότη

- τον Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης,

- τον ίδιο τον εργαζόμενο και την οικογένειά του (περίπτωση σοβαρής σωματικής βλάβης με μερική ή μόνιμη ανικανότητα ή θάνατο).

Η αμέλεια το λάθος και η παράλειψη συνιστούν την έννοια της Ευθύνης. Στην περίπτωση των εργατικών ατυχημάτων ο Νομοθέτης δεν συγχωρεί και επιβάλλει ανάλογη τιμωρία στον καταρχήν φερόμενο ως υπαίτιο Εργοδότη, με το κλασικό αιτιολογικό της «μη τήρησης των προσηκόντων μέτρων ασφαλείας για την πρόληψη του ατυχήματος». Είναι προφανές πως σε παρόμοιες καταστάσεις η όλη διαδικασία και το όποιο οικονομικό κόστος του εργατικού ατυχήματος, βαρύνει κατά βάση τον Εργοδότη ο οποίος έχει εκ του νόμου αντικειμενική αστική ευθύνη για το ατύχημα.

Υπό το βάρος των κοινωνικών πιέσεων και των συνακολούθων οικονομικών συνεπειών γύρω από τα εργατικά ατυχήματα, η διεθνής πρακτική εδώ και πολλά χρόνια, ενεργοποίησε το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, εισήγαγε δια νόμου ή ως θετικό πρακτικό μέτρο , την Ασφάλιση Εργοδοτικής Ευθύνης για τις Επιχειρήσεις και την Ασφάλιση  Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης για τους Τεχνικούς Συμβούλους Ασφαλείας, στοχεύοντας με τον τρόπο αυτό στην εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των οικονομικών συνεπειών από τα εργατικά ατυχήματα. Παράλληλα, όπως είναι ευνόητο, οι Ασφαλιστικές Εταιρείες, πέρα από τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας, έχουν κάθε λόγο διακριτικά να ενδιαφέρονται για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας ή και για την επιβολή κατάλληλων μέτρων πρόληψης, προκειμένου να παρέχουν την αντίστοιχη κάλυψη στην ασφαλισμένη επιχείρηση ή στον ασφαλισμένο επαγγελματία Τεχνικό Ασφαλείας. Έτσι, με τον τρόπο αυτό δημιουργείται, έμμεσα, ένας ανεξάρτητος μηχανισμός «πρόληψης  και θεραπείας» των εργατικών ατυχημάτων.

Αυτή είναι η διεθνής πρακτική. Τι κάνουμε στην Ελλάδα; Θα πρέπει να ανακαλύψουμε τα αναμφισβήτητα καλά της Ιδιωτικής Ασφάλισης. Η Κύπρος μας δείχνει το δρόμο, αφού από το 1989 έχει θεσμοθετήσει την υποχρεωτική Ασφάλιση Εργοδοτικής Ευθύνης . Μάλιστα, πεπεισμένη για την ορθότητα του νόμου, προέβηκε στην βελτίωσή του! (http://sigmalive.com/inbusiness/news/financials/358151).

Μολονότι τόσο ουσιαστική και χρήσιμη η ασφαλιστική κάλυψη της Εργοδοτικής Ευθύνης για την κάθε σύγχρονη επιχείρηση, πρακτικά, είναι σχεδόν άγνωστη στη χώρα μας πέρα από κάποια «ψευδεπίγραφα» ασφαλιστήρια με πολύ χαμηλά όρια αποζημίωσης και με διάφορους περιοριστικούς, ενίοτε καταχρηστικούς όρους ασφαλιστικής κάλυψης. Ωστόσο, η Ασφάλιση αυτή δεν κοστίζει ακριβά και η όποια δαπάνη εκπίπτει από τη φορολογητέα ύλη. Το σπουδαιότερο, διασφαλίζει όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης αλλά και τη βιωσιμότητά της σε ειδικές περιπτώσεις ζημιών που εκ του νόμου υποχρεούται να αποζημιώσει (σοβαρά εργατικά ατυχήματα).

Σε όλες τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης, δεν νοείται επιχείρηση χωρίς Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης. Δηλαδή, κάλυψη της εκ του νόμου ευθύνης έναντι του Κοινού, έναντι των Εργαζομένων (Εργοδοτική Ευθύνη). Ειδικά η ασφαλιστική κάλυψη της Εργοδοτικής Ευθύνης (αποζημιώσεις πέραν του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης), θα πρέπει τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο να γίνει υποχρεωτική και στη χώρα μας (κάτι ανάλογο με το θεσμικό πλαίσιο που έγινε δια νόμου στην Κύπρο).

Αποτελεί σοβαρό έλλειμμα εκσυγχρονισμού το γεγονός πως η ΓΕΣΕΕ και οι Συνδικαλιστικοί Φορείς αγνοούν τη συγκεκριμένη παράμετρο. Το ίδιο και για τους διάφορους Εργοδότες που αγνοούν ή «προσπερνάνε» μια τέτοια χαμηλού κόστους Ασφάλιση που δεν έχει μόνο χαρακτήρα κοινωνικής πρόνοιας αλλά αποτελεί και «εργαλείο» χρηματοοικονομικής προστασίας τους στην περίπτωση εργατικών ατυχημάτων που εκ του νόμου αντικειμενικά τους βαραίνουν,

Κατά τη σύγχρονη αντίληψη, η ασφάλιση Αστικής Ευθύνης δεν είναι μόνο στοιχείο πρόνοιας και υγιούς παραγωγικότητας. Είναι τεκμήριο αξιοπιστίας έναντι των Εργαζομένων, έναντι Χρηματοδοτών, έναντι της Πολιτείας αλλά και έναντι του Κοινωνικού Συνόλου.