ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ & ΕΥΘΥΝΗ
Σε μια κοινωνία που πρέπει να αλλάξει!
Βιώνοντας την καθημερινότητα, έντονα επηρεασμένη από την πολιτική κοινωνική και οικονομική παρακμή, μοιραία διαπιστώνει κανείς πως οι παθεγένεια γύρω από το θέμα της Ευθύνης είναι ευρύτερη. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αναφορά στην τελευταία παράγραφο της Εισαγωγής της Έκθεσης του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης που είχε υποβληθεί από τον κ. Λέανδρο Ρακιντζή στον Πρωθυπουργό και στην Πρόεδρο της Βουλής, στην οποία σημειώνεται χαρακτηριστικά:
“Εν κατακλείδι, είναι ζωτικό ζήτημα να ανακαλύψουμε και στη χώρα μας όλοι -πολίτες, υπάλληλοι, διοικητικά όργανα και συνδικαλιστικοί φορείς- τις δύο αυτονόητες και θεμελιώδεις έννοιες πάνω στις οποίες στηρίζεται κάθε οργανωμένη κοινωνία και κάθε σοβαρό κράτος:
α) την έννοια της ατομικής ευθύνης, αυτής που δεν θα μας επιτρέπει να κρυβόμαστε πίσω από τους άλλους, που δεν συγχέεται με τις ευθύνες των άλλων, αυτής που εξατομικεύει σε καθένα μας τη φράση του Καζαντζάκη “εσύ θα σώσεις τον κόσμο κι αν δεν σωθεί, εσύ θα φταις” και
β) την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, στο οποίο εμπεριέχεται η καλή λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, που αίρεται πάνω από κάθε ατομικό, τοπικό, κομματικό ή άλλο συμφέρον, που αφορά στο σύνολο και όχι στα άτομα, στα κόμματα ή τις παρέες".
Ευρύτερη η έννοια της Ευθύνης
Είναι προφανές πως η έννοια της Ευθύνης είναι συνάμα κοινωνική και πολιτική, άμεσα σχετιζόμενη με τη διαχρονική κακοδαιμονία που ταλανίζει αυτή τη χώρα. Πολύ εύστοχα την προσδιόρισε κάποτε ο Κορνήλιος Καστοριάδης σε συνέντευξή του προς Γάλλο δημοσιογράφο, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμοθετηθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων. Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματα του. Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: ”Εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;”. –Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στον χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι».
Τελικά, η Ευθύνη σε μια ευνομούμενη κοινωνία, δεν είναι απλά συλλογική αλλά είναι και προσωπική υπόθεση του καθενός στο περιβάλλον που δραστηριοποιείται ως επαγγελματίας ή επιχειρηματίας και στο οποίο κινείται ως άτομο, μέλος μιας ευρύτερης κοινωνίας …
Οι Νόμοι υπάρχουν αλλά ...
Η ελληνική νομοθεσία είναι καθ’ όλα σύγχρονη όσον αφορά τις βασικές της διατάξεις. Επιπλέον, με τις διάφορες Ευρωπαϊκές Οδηγίες που συνεχώς ενσωματώνονται σε αυτή, εκσυγχρονίζεται πλήρως στα διάφορα κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου θέματα που αφορούν τους Εργαζόμενους, τους Καταναλωτές, τους Επαγγελματίες, τις Επιχειρήσεις και το Φυσικό Περιβάλλον.
Τυχόν κενά που ενδεχόμενα προκύπτουν στην πράξη λόγω έλλειψης πρακτικής εμπειρίας, κάλλιστα μπορούν να καλύπτονται από τη διαθέσιμη πλούσια νομολογία των προηγμένων χωρών τις Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί λοιπόν να ειπωθεί πως το νομοθετικό πλαίσιο και οι κανόνες δικαίου υπάρχουν. Το μεγάλο ζητούμενο στη χώρα μας, είναι η ορθή εφαρμογή των νόμων και ο σεβασμός των κανόνων δεοντολογίας. Σε αυτό το σημείο ως γνωστόν «πάσχουμε».
Δεν είναι λογικό ούτε και δίκαιο, να αγνοούμε ή να περιφρονούμε συνειδητά και συστηματικά τους νόμους, να αντιδρούμε σε κάθε τάση εκσυγχρονισμού “οχυρούμενοι” πίσω από τους αδυναμίες της Πολιτείας στο να επιβάλλει και να ελέγξει την εφαρμογή των νόμων.
Αντιδραστικές συμπεριφορές με έντονο χαρακτήρα συντεχνιακών μικροσυμφερόντων επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του ίδιου του Επαγγελματία ή της Επιχείρησης. Επιπλέον μας εκθέτουν ως χώρα έναντι των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ανήκουμε ως ομότιμα μέλη.
Η συνειδητή εφαρμογή θεσμικών αρχών και καταξιωμένων επαγγελματικών κανόνων, συνιστά κριτήριο ωριμότητας της πορείας μας στο σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης. Κάποια μικρή υστέρηση, για τους διάφορους γνωστούς λόγους, είναι ως έναν βαθμό δικαιολογημένη. Η συστηματική άρνηση και η υπονόμευση των όποιων τάσεων εκσυγχρονισμού συνιστά στοιχείο που δεν μας τιμά ως σύγχρονη χώρα της ΕΕ, με αναμφίβολα αρνητικές επιπτώσεις στην όλη πορεία της.